άσβεστος ασβέστης

άσβεστος ασβέστης
негаcена  вар

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • ἀσβέστης — ἄσβεστος unquenchable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασβέστης — ο (Μ ἀσβέστης) βλ. άσβεστος …   Dictionary of Greek

  • άσβεστος — η βλ. ασβέστης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Asbestos — For other uses, see Asbestos (disambiguation). Fibrous asbestos on muscovite …   Wikipedia

  • ασβεστοκάμινο — το και νος, η καμίνι όπου παράγεται ασβέστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + καμίνι, κάμινος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Kalkofen)] …   Dictionary of Greek

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”